- φλογότρεμος
- η , ο1) дрожащий, колеблющийся (о пламени); 2) перен. слегка колеблющийся, дрожащий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φλογότρεμος — η, ο, Ν 1. (για φωτιά) αυτός τού οποίου οι φλόγες τρέμουν 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που τρέμει σαν τη φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + τρέμω] … Dictionary of Greek
φλογότρεμος — η, ο 1. (για φωτιά), που οι φλόγες της τρέμουν (ανεμίζονται): Φλογότρεμη φωτιά. 2. μτφ., αυτός που τρεμουλιάζει όπως η φλόγα: Φλογότρεμα χείλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)